- ὑπερδοξάζω
- ὑπερδοξάζω (Suda) glory exceedingly, break out in rapturous praise abs. IPol 1:1.
Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.
Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.
υπερδοξάζω — ΜΑ δοξάζω, υμνώ με όλη μου τη δύναμη … Dictionary of Greek
ὑπερδοξάζω — ὑπέρ δοξάζω think pres subj act 1st sg ὑπέρ δοξάζω think pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υπερδοξάσμιος — ον, Μ ένδοξος στον υπέρτατο βαθμό, υπερένδοξος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερδοξάζω μέσω ενός τ. *ὑπερδοξασμός (πρβλ. σεβάσμιος: σεβασμός)] … Dictionary of Greek